Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Helix Nebulae. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Helix Nebulae. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Μαΐου 2007

Λαγουμέντορες



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κατοικώ σε ένα λαγούμι, που βρίσκεται στο πλάι της παλιάς οδού Λαγουμιτζή, κοντά στο κέντρο της Αθηνεζίας, της παγκόσμιας πρωτεύουσας των ορθοδόξων Ιώνων, στο νομό Ιάς το νεώτερο.

Το λαγούμι το έσκαψα μόνος μου, όταν απειλήθηκε η σωματική μου ακεραιότητα και η ζωή μου -άμα σακατευτεί κάποιος, δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα για τη συνέχεια της ζωής του. Μετακόμισα σε μια νύχτα όλα τα φορητά απαραίτητα υπάρχοντά μου, τον ηλεκτρονικό μου εξοπλισμό πριν απ' όλα φυσικά, και μερικά χάπια της διατροφικής αλυσίδας -μη πάω και από αβιταμίνωση. Τα χαπάκια (μεγάλη εφεύρεση αυτή!) θα κρατήσουν μερικά χρόνια και μέχρι να τελειώσουν βλέπουμε τι θα κάνω, άσε που μπορεί να τα τινάξω ως τότε.

Ευτυχώς, υπάρχει ανεξαρτησία των ηλεκτρονικών συσκευών από το ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είναι όπως την αρχαία εποχή που χρειαζόντουσαν ρευματοδέκτες ή μπαταρίες να φορτίζουν τις συσκευές ώστε να λειτουργούν. Ολα λειτουργούν με φυσικές πηγές ενέργειας, δλδ, φως νερό και αέρα. Στην ανάγκη, αν δεν γίνεται διαφορετικά, λειτουργούν και με ανθρώπινες εκκρίσεις, όπως π.χ. ο ιδρώτας ή υγρά ζωντανών οργανισμών, όπως π.χ. το αίμα των ζώων ή ο χυμός των φρούτων.

Η αλήθεια είναι ότι η διατήρηση των κειμένων -άμα τη εγγραφή τους- στο τεράστιο εγκέφαλο της Αθηνεζίας, με ανησυχεί λιγουλάκι, αλλά, μια και λαβαίνω ενέργεια από το αίμα των αρουραίων που αφαιμάσσω ελαφρώς κάθε βράδυ, δεν ανησυχώ μήπως με ανακαλύψουν οι εχθροί μου. Οι αρουραίοι έχουν γίνει οι καλύτεροί μου φίλοι, εκτιμούν πολύ την υπηρεσία που τους προσφέρω με τις καθημερινές σχεδόν αφαιμάξεις, ξαλαφρώνουν και είναι έτοιμοι να ξαναγεμίζουν τις κοιλίτσες τους με σκουπίδια και ζωάκια μικρότερα από αυτούς.

Ποιοι είναι οι εχθροί μου; Κάποιοι που πριν μερικές εκατοντάδες χρόνια είχαν υπάρξει φίλοι ή φίλοι φίλων ή μερικοί που ευεργέτησα ή κάποιοι που αντιπαθούν το κωδικό μου αριθμό και θέλουν να τον σβήσουν απ' το χάρτη. Τι τους πειράζει ένας αριθμός; Ε, όταν ένας αριθμός γίνει συνώνυμος με τη διάδοση της πραγματικότητας, με την ενημέρωση, όταν ένας αριθμός αρχίζει να φέρνει συγκίνηση και να θυμίζει αρχαίες αξίες όπως π.χ. Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα, κλπ, τότε γίνεται ενοχλητικός.

Οι περισσότεροι θέλουν να υπάρχει τουλάχιστον ένας τέτοιος αριθμός, αλλά φοβούνται να το πουν δυνατά, ούτε στον εαυτό τους δεν το ψιθυρίζουν, ούτε απ' τη σκέψη τους αφήνουν να περάσει μια τόσο ανατρεπτική ιδέα. Και'γώ φοβάμαι, δεν το κρύβω, αλλά παίρνω τα μέτρα μου, δεν εκτίθεμαι, σπάνια απομακρύνομαι απ' το λαγούμι μου. Μόνο μερικές αφέγγαρες νύχτες βγαίνω να πάρω λίγο αέρα. Αλλωστε, και στο φως της μέρας, ο κόσμος που κυκλοφορεί έξω είναι πολύ λιγοστός και χρειάζονται ειδική άδεια κυκλοφορίας πεζών όσοι επιθυμούν να περπατήσουν λιγουλάκι. Οι άνθρωποι ζουν και μουδιάζουν καθιστοί σε πολυθρόνες και καναπέδες, με το βλέμμα στυλωμένο σε οθόνες που μεταδίδουν το Λόγο του Προφήτου.

[Rodia]


ΛΟΓΟΣ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Ο Προφήτης ξεκινά συνήθως τους Λόγους του με μια τυμπανοκρουσία αυτιών. Στήνει μερικά νεαρά παιδιά στη σειρά και χτυπά με ένα ελαστικό λοστό τα κεφάλια τους διαδοχικά, στο ύψος των αυτιών. Ετσι, λέει, θα μάθουν οι νέοι να ακούν καλύτερα, όταν καταστραφούν σιγά σιγά τα τύμπανα των αυτιών τους, επειδή, λέει, θα μειωθεί η ακοή τους και θα δίνουν μεγαλύτερη προσοχή για να ακούν τους Λόγους του. Ημαρτον!

Σήμερα είναι Ημέρα Πρώτη και θα απαγγείλει τον Πρώτο Λόγο, όπως κάθε Πρώτη Ημέρα. Οι μέρες επαναλαμβάνονται τακτικά, δηλαδή έχουμε Πρώτη Ημέρα κάθε δέκα μέρες, εκτός και αν ο προφήτης θελήσει να ανακοινώσει πολλαπλώς κάποιο Λόγο, πράγμα που παρατηρείται συχνότατα. Η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως, λέει, και το κάνει πράξη.

Οι Λόγοι του Προφήτου είναι Δέκα, ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ δλδ, και είναι τυπωμένοι και μοιράζονται σε όλη την επικράτεια. Φυσικά, οι ίδιοι κι απαλλάχτοι Λόγοι διδάσκονται στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε όλες τις Σχολές των Πανεπιστημίων της χώρας. Περιλαμβάνουν, βεβαίως, όλες τις επιστήμες συμπυκνωμένες, ώστε να γίνονται οι άνθρωποι πανεπιστήμονες από τα γεννοφάσκια τους -μην υπερβάλλω, από την Α' Δημοτικού.

Ο Πρώτος Λόγος περιλαμβάνει συμπυκνωμένη ύλη ιστορική, θρησκευτική και ιατρική. Διδάσκει με λίγα λόγια -τρεις ώρες περίπου διαρκεί η απαγγελία- πώς εμφανίστηκε ο άνθρωπος στον πλανήτη μας, τι πρέπει να φοβόμαστε και να προσκυνούμε, πώς να ξεφεύγουμε από τις δαγκάνες της επιστήμης, ώστε να μπορέσουμε κάποια μέρα -όσο πιο σύντομα γίνεται- να πεθάνουμε ήσυχοι από τυφεκισμό.

Αυτό ο Πρώτος Λόγος ήταν η κύρια αιτία που με οδήγησε στο λαγούμι μου. Οταν τον άκουσα εξάχρονο παιδάκι να εκπέμπεται από τα παχιά χείλη του Προφήτου, έμεινα άλαλο για τρεις μέρες και δεν ήθελα να ξαναπάω στο σχολείο ούτε να ακούσω κι άλλους Λόγους από την οθόνη του σαλονιού, ούτε από την οθόνη του υπνοδωματίου, ούτε από την οθόνη της κουζίνας. Δυστυχώς, την οθόνη του καμπινέ δεν μπορούσα να τη γλιτώσω κι έτσι μορφωνόμουν αναγκαστικά χέζοντας.

Τότε, έβαλα σκοπό στη ζωή μου να ζήσω όσο περισσότερο μπορέσω και, για να τον πετύχω, έκανα μερικά χρόνια την πάπια, μη τυχόν με υποπτευτεί κανείς. Μόλις όμως τέλειωσα τη βασική εκπαίδευση -για Πανεπιστήμιο δεν θα άντεχα, όχι πάλι τους ίδιους Λόγους!- μάζεψα τα υπάρχοντά μου και την έκανα απ' το σπίτι. Μόλις πριν λίγες μέρες είχαν συλλάβει τους γονείς μου να τους οδηγήσουν στο απόσπασμα. Ο τυφεκισμός, βλέπετε, είναι σήμερα ο καθιερωμένος τρόπος θανάτου, ο τρόπος που ανακάλυψε ο Προφήτης να ελέγχει τον πληθυσμό.

Αν πληθύνουν οι άνθρωποι πέρα από τα δυο διασεκατομμύρια, όπως λέει ο Τρίτος Λόγος περί αριθμών, θα δημιουργηθεί πρόβλημα. Οι άνθρωποι δεν θα έχουμε αρκετή τροφή, θα αρρωσταίνουμε και δεν θα υπάρχουν νοσοκομεία, θα καταστρέφεται το περιβάλλον από το πολύ μπετόν για ανέγερση κατοικιών, θα τελειώσει το νερό, θα λιώσουν οι πάγοι στους πόλους, άσε που μπορεί και να χάσει ο πλανήτης την ισορροπία του και να γίνει κομήτης να τρέχει στο Σύμπαν.

Αυτά σκέφτομαι σήμερα καθισμένος στην υγρή γωνίτσα μου παραμονεύοντας να περάσει κανας αρουραίος για την καθημερινή αφαίμαξη και χαίρομαι πολύ που γλίτωσα από την απαγγελία των Λόγων και την καθημερινή εικόνα στις οθόνες όλων των σπιτιών της Αθηνεζίας.

[Rodia]


Η ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΓΚΙΜΠΡΟΥΗΛ

Έψαχνα από ώρα στο λαγούμι μου για τους πιο τροφαντούς αρουραίους (προσπαθούσα να μην παίρνω αίμα από τους πιο αδύναμους, εφαρμόζοντας μια ιδιότυπη φορολογία των προνομιούχων) όταν μια παχιά αρουρίνα ορθώθηκε μπροστά μου, τεντώνοντας το αριστερό μπροστινό της πόδι και λέγοντας: «Στάσου και προσκύνησε το μόνο αληθινό Θεό!» Εντάξει τα συμπαθούσα τα ποντικάκια, αλλά όχι κι εκεί που ήμασταν από πάνω, να βρεθούμε από κάτω. Πήγα να την αρπάξω απ’ την ουρά με το ειδικό εργαλείο για τη σύλληψη αρουραίων ΩΧ-321, αλλά ένα ωστικό κύμα με πέταξε προς τα πίσω, καθώς έντρομος έβλεπα την αρουρίνα να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, βγάζοντας ταυτόχρονα φτερά νυχτερίδας. Τρίβοντας τα μάτια μου ρώτησα την ψηλότερη πλέον από μένα αρουρίνα: «Ποια είσαι; Τι θέλεις;». Αυτή άπλωσε διάπλατα τα φτερά της και ύψωσε στον αέρα ένα φωτόσπαθο, παρόμοιο με αυτά που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές του μακρινού γαλαξία Helix Nebulae, φωνάζοντας: «Είμαι η αρχάγγελος Γκιμπρουήλ, η αρχιστράτηγος των υπουράνιων ταγμάτων, αυτών που στερούνται τον ουρανό, από αγάπη για τους ανθρώπους και τους αρουραίους!»
Σκέφτηκα ότι για όλα μπορεί να έφταιγαν τα δύο βιταμινούχα χαπάκια που πήρα το πρωί, για να καταπολεμήσω την αδυναμία μου, το όραμα που έβλεπα μπροστά μου έμοιαζε όμως υπερβολικά αληθινό. «Τι… τι… τι θέλεις από εμένα;» ψέλλισα και η γιγάντια αρουρίνα άπλωσε προς το μέρος μου το σβησμένο της φωτόσπαθο, σαν να ήθελε να το πάρω. Στα τοιχώματα της σπηλιάς άρχισαν να εμφανίζονται αναπαραστάσεις από οθόνες που έσπαζαν και θρυμματίζονταν, ενώ η φωνή του Προφήτη ακουγόταν ψιθυριστή και γεμάτη παράσιτα. «Τα βασίλεια των ανθρώπων είναι εφήμερα και χάνονται, μόνο η αγάπη του Θεού είναι άφθαρτη και αιώνια.» σχολίασε η Γκιμπρουήλ, καθώς έτεινε προς το μέρος μου τη λαβή του φωτόσπαθου. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε από το βάθος του λαγουμιού ένας μεσήλικας άντρας ντυμένος με μια λευκή στολή επιστήμονα (όσο λευκή μπορούσε να παραμείνει μέσα σε ένα λαγούμι) και κρατώντας ένα ζουρλομανδύα με τέσσερα μανίκια. Ύψωσε το περίστροφο με τις τεράστιες αναισθητικές ενέσεις και αφού αναστέναξε: «Αυτοί οι μεταλλαγμένοι κατάντησαν τελείως ανεξέλεγκτοι» σκόπευσε προς το μέρος της Γκιμπρουήλ.

[Άμμος]


ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΤΗΣΗ

Κατάλαβα αμέσως ότι ο λευκοντυμένος μεσήλικας ήταν Αξιωματούχος της Ομάδας Ελέγχου Μεταλλαγμένων. Αν τον άφηνα να με ψάξει θα ανακάλυπτε το τρίτο μάτι που είχε πρόσφατα φυτρώσει στον αφαλό μου. Αυτό που έβλεπε τα χρώματα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άναψα το φωτόσπαθο και με μία αστραπιαία κίνηση του έκοψα το χέρι του από τη ρίζα. Η Γκιμπρουήλ άρχισε να χτυπάει τα φτερά της δυνατά, σκεπάζοντας με σκόνη τον ακρωτηριασμένο αξιωματούχο, που σφάδαζε από τους πόνους μέχρι που αυτοκαταστράφηκε με μία μικρή έκρηξη. Έπρεπε να φύγουμε από το λαγούμι πριν εμφανιστούν ενισχύσεις. Κατάφερα να σκαρφαλώσω στη ράχη της Γκιμπρουήλ και να γραπωθώ από το λιγδερό της τρίχωμα. Ευτυχώς που είχε καταστραφεί η όσφρησή μου εδώ και καιρό, διαφορετικά αυτό το ταξίδι θα μου ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο. Απογειωθήκαμε και περάσαμε από το άνοιγμα που είχε ανοίξει η έκρηξη του Αξιωματούχου. Σύντομα βρεθήκαμε να πετάμε πάνω από τα λαγούμια της περιοχής, ψηλά προς τους φωτισμένους πύργους των Ιώνων. Από μακριά, ξεπρόβαλλε απειλητική η σιλουέτα της τεράστιας πυραμίδας του Προφήτη. Δε θα αργούσαν να φανούν τα πρώτα καταδιωκτικά.

Οι αιωρούμενες γιγαντοοθόνες επαναλάμβαναν μονότονα τους Λόγους της ημέρας. Παραλίγο να συγκρουστούμε με μία από αυτές, ενώ λίγο πιο πέρα αναγκάστηκα να κόψω τα καλώδια που κρέμονταν από μία άλλη με το ιερό φωτόσπαθό για να περάσουμε. Προσπαθώντας να μη χάσω την ισορροπία μου, κατάφερα να ανοίξω κάπως το πανωφόρι μου για να χρησιμοποιήσω το τρίτο μου μάτι. Ένας χείμαρρος χρωμάτων πλημμύρισε τις αισθήσεις μου. Θέλοντας να εντοπίσω κάποια έξοδο διαφυγής, πρόλαβα να δω ένα φωτεινό προειδοποιητικό βέλος να αναβοσβήνει λίγο έξω από το κέντρο της Αθηνεζίας - στο γκέτο των Μιαρών Αποβρασμάτων. Εκεί γίνονταν συχνά έλεγχοι, αλλά τουλάχιστον θα βρισκόταν κάποιος να μας κρύψει. Τράβηξα τα αυτιά της Γκιμπρουήλ για να την κατευθύνω και βουτήξαμε προς το έδαφος ακριβώς τη στιγμή που ερχόταν η πρώτη ριπή από ένα αντιβαρυτικό καταδιωκτικό. Χωθήκαμε εγκαίρως μέσα στα χαλάσματα ενός αρχαίου εργοστασίου. Το καταδιωκτικό δε θα τολμούσε να μας ακολουθήσει εδώ. Οι κατάρες των Μιαρών γυναικών παραήταν επικίνδυνες και θα μπορούσαν ακόμα και να το καταρρίψουν.

Ανάμεσα σε σκουριασμένα μηχανήματα και σωρούς από σκουπίδια και μπάζα, μια λάμψη τρεμόσβηνε. Είχα ακούσει ιστορίες από παλιά ότι οι Μιαροί γνώριζαν τα μυστικά της φωτιάς, αλλά μόνο όταν το είδα το πίστεψα. Η Γκιμπρουήλ έκοψε ταχύτητα και προσγειωθήκαμε κάπως άτσαλα μπροστά σε μια μικρή ομάδα σκουρόχρωμων κουρελήδων που ζεσταίνονταν γύρω από ένα τσακισμένο μεταλλικό βαρέλι και μας κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Οι φλόγες που φώτιζαν τα πρόσωπά τους τους έκαναν να δείχνουν απειλητικοί. Για καλό και για κακό άναψα πάλι το φωτόσπαθο, αλλά η ιπτάμενη αρουρίνα μου έγνεψε αμέσως να το σβήσω. Αυτά τα παράξενα όντα ήταν οι καινούργιοι σύμμαχοί μας - μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Αναρωτήθηκα αν ήταν αληθινές οι φήμες για τον αρχηγό τους. Ο θρύλος έλεγε ότι είχε έρθει μετανάστης από κάποιο μακρινό υπερβόρειο βασίλειο και βιοποριζόταν πουλώντας λουκάνικα από κρέας μεταλλαγμένων. Αν το τελευταίο ήταν αλήθεια, η Γκιμπρουήλ κινδύνευε να γίνει κονσέρβα.

[Helix Nebulae]


ΕΝΑΣ ΔΥΣΛΕΚΤΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ

- Θέλω να μιλήσω στον αρχηγό σας! Είπα προς τον σκουρόχρωμο κουρελή που έδειχνε πιο ευθυτενής και κατά τι πιο ανοιχτόχρωμος από τους άλλους, ενώ παράλληλα τα κουρέλια του είχαν κυρίως κυανή και πορφυρή απόχρωση από όσο μπορούσα να κρίνω από με την μαυρόασπρη όραση των δύο ματιών μου και τις χρωματικές εμπειρίες που μου είχε προσφέρει το τρίτο μου μάτι.

Δύο χρώματα που μου είχαν βιδωθεί για τα καλά στην γκλάβα, αφού κατά διαβολική σύμπτωση όποτε πήγαινα για χέσιμο η άμφίδρομη υπερδιαδραστική οθόνη που καταλάμβανε όλη την οροφή του λουτρού έπαιζε τον δεύτερο λόγο του προφήτη που ανάμεσα σε άλλα επιστημονικά δεδομένα, αναφερόταν στις ιερές χρωστικές και χρωματισμούς της κυρίαρχης φυλής του πλανήτου.

-Το νυχτεριδοάρουορο είναι λογικό να βρίσκεται εδώ στα μέρη μας… εσύ μικρέ μου ασπρούλη από τις μικροαστικές συνοικίες της Αθηνεζίας τι κάνεις εδώ;
Δεν θα ‘πρέπε να είσαι σπιτάκι σου να σε μπανίζει ο Προφήτας (Φτου! Εκτόξευση ροχάλας... ) από τις διαδραστικές οθόνες μέχρι να τουφεκισθείς; Δεν φοβάσαι μήπως γίνεις λουκάνικα κονσέρβα για να τραφούν οι άπιστοι του γκέτο; Χι, χι, χι…

-Μα εγώ μαζί σας είμαι βρε παιδιά… μέσα σε ένα λαγούμι κρυβόμουνα μέχρι τώρα για να γλιτώσω την εκτέλεση… Μέχρι που ήρθε το νυχτερ.. εεε η Γκιμπρουήλ (Ευτυχώς που τα μπάλωσα γρήγορα γιατί η αρουραρχάγγελος μου έριξε ένα βλέμμα δηλητήριο μόλις πήγα να πω «νυχτεριδοάρουορο») και χρειάστηκε να την κοπανήσουμε εσπευσμένα γιατί καθάρισα έναν Ο.Ε.Μ.ά που μετά έσκασε σαν καρπούζι τίγκα στις κροτίδες με το φωτόσπαθό μου …

-Χρυσό μου αγόρι σε λίγο θα μας παραστήσεις και τον αντιστασιακό λέγοντας μας ότι διάβαζες κρυφά τις νουβέλες του απαγορευμένου νομπελίστα Κώστα Αμμουδάρη… (Η ομήγυρη ξεσπά σε αυθόρμητα υστερικά γέλια. Για κοντόχοντροι καμπούρηδες έχουν μάλλον τσιριχτές φωνές).
Χρειαζόμαστε κάτι πιο χειροπιαστό από λόγια για να σε αφήσουμε να συναντήσεις το θρυλικό Αυνανιήλ –Μωχάμεντ Πολσεμάνογλου…
Δεν μπορούμε να αφήσουμε κάποιον άγνωστο που κυκλοφορεί με ένα επικίνδυνο εξωγήινο όπλο που μπορεί να κόψει οποιαδήποτε Ορθοϊωνική θωράκιση σαν βούτυρο, να συναντήσει τον άνθρωπα που κυριολεκτικά τρέφει το κίνημα της αντίστασης των μεταλλαγμένων…

- Μα και εγώ μεταλλαγμένος είμαι…μπορώ να δω ΧΡΩΜΑΤΑ!

- ΚαΛΛά ρεσε πΛΛάκα με κάνεις;
(Η χρήση γλωσσικών ιδιωματισμών πέραν της Ορθοϊωνικής γλώσσας είναι πράξη που τιμωρείται με 20 έτη στα ορυχεία αλουμίνας).
Τι χρώμα έχουν τα ευγενή υφάσματα του ενδύματός μου;

Σήκωσα το αυτοκλιματιζόμενο φούτερ μου μάρκας «Αντύπας» αποκαλύπτοντας τον σέξυ αφαλό μου που εδώ και τρία χρόνια κοσμείται από ένα υπέροχο γκριζογαλαζοπράσινο μάτι. Όποτε αποκαλύπτω το τρίτο μου μάτι χρειάζομαι ένα μικρό διάστημα για να συνηθίσω την ταυτόχρονα μαυρόασπρη και έγχρωμη όραση.
Τελικά το αφαλίσιο μου μάτι κυριαρχεί πάνω στα άλλα δύο και τα βλέπω όλα έγχρωμα..

- Τα ευγενή πατσαβούρια που φοράτε είναι χρώματος πορφυρού και κυανού.

- Ρε άσταδιάλα από δω πέρα! Είσαι πράγματι δικός μας! Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να σε πάμε στον αρχηγό αποκαλύπτοντας την τοποθεσία του κρησφύγετου. Θα πρέπει να σε κοιμίσουμε πρώτα. Εννοείται ότι το νυχτεριδοάρουορο θα μείνει εδώ προς το παρόν…

- Γκιμπρουήλ με λένε ρε στούμπε όχι νυχτεριδοάρουορο! Εντάξει;

- Καλά κοπέλα μου ότι πεις… Λοιπόν κούκλε θα φας ένα από αυτά εδώ και θα ταβλιαστείς με την μία… μετά θα σε πάμε στον αρχηγό.

Μου πρόσφερε μία ανοιγμένη συσκευασία προστατευτικής ατμόσφαιρας που έγραφε πάνω στην ετικέτα: «Διακτινισμένα λουκάνικα τύπου pølse από παστεριωμένο κρέας φάλαινας Ατλαντικού σε προστατευτική ατμόσφαιρα. Διάρκεια ζωής 616 χρόνια. Συντηρητικό – χρωστική: Κόκκινο του Σουδάν.
Χώρα Παρασκευής: Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας νυν
ΑЛΕΚCAHДPCKA MAKEДOHИJA”.

Πήρα ένα κατακόκκινο pølse και το δάγκωσα. Με την Δεύτερη μπουκιά βυθίσθηκα σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.

- Αγαπιτέ μεταλλαγμέναι σου μιλλά ο Αυνανιήλ –Μωχάμεντ Πολσεμάνογλου,
αρχυγώς τον μεταλλαγμαίνων και 23.453.896ος στην σειρά της διαδοχής του βασοιλέος της Υπερβόρηας Αραβοσκανδιναβίας Carl ΧXXVIΙΙ Habib.

- Ο αρχηγός των μεταλλαγμένων είναι γαλαζοαίματος; Ρώτησα μέσα μέσα στην παραζάλη μου μη πιστεύοντας τις αρλούμπες που άκουγαν τα αυτιά μου…

- Μais oui (Αμάν πέσαμε σε πυροβολημένο φιγουρατζή), αγαπειταί κε έχο και τυν δησλεξεία μου που το αποδηκνείη περήτρανα δε βρύσκαιται;

[pølsemannen]


ΤΑ ΚΑΤΩ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΓΚΙΜΠΡΟΥΗΛ

Παραθέτω εικόνες των κάτω ποδιών της Γκιμπρουήλ. Επειδή, ως γνωστόν, "μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις", αυτή τη στιγμή έγραψα 2.000 λέξεις!

Δυστυχώς, οι εικόνες είναι λίγο φλου επειδή η τύπισσα πετάριζε σαν κολιμπρί και, ενώ στόχευα το πρόσωπο ή, έστω, τα βυζιά, μόνο τα κάτω άκρα πρόλαβε το παρλαβοφόν μου.
Τα χρώματα όμως τέλεια, ε! Μιλάμε, σκίζουν τα ολόλευκα ποδαράκια της με φόντο τον καταγάλανο ουρανό...









[Rodia]




(ας συνεχίσει καποιος άλλος, αν εμπνευστεί)

Κυριακή 13 Μαΐου 2007

οι περιπέτειες του Ντέμη


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ολα άρχισαν επειδή η μάνα του Ντέμη ήθελε να τον κάνει πρίγκηπα! Λες κι οι πριγκίπησσες τό 'χουν διαφορετικό ή, ίσως, αποστειρωμένο. Ανησυχούσε, μιάς και τον είχε μεγαλώσει το γιόκα της στα πούπουλα, πεντακάθαρο, μακρυά από κάθε βρωμιά, ασπροφουφουλιασμένο μέσα στα κατάλευκά του καλοκαιρινά κοστουμάκια από λινάρι και στα ολόμαλλα χειμωνιάτικα ζιβάγκο, που τα φορούσε στο σκί και που τόσο του πήγαιναν!
Γύρω - γύρω πάνω στα έπιπλα του σαλονιού, ένα σωρό φωτογραφίες του σε διαφορετικές κορνίζες, ξυλόγλυπτες, ασημένιες, επίχρυσες και περίτεχνες γύψινες, "αρ-νουβώ" και ροκοκό. Στη μιά στην Ελβετία, στα χιόνια, στην άλλη στην Ιμπιζα με το κανώ παραμάσχαλα, πιό πέρα στις Πυραμίδες με κάσκα εξερευνητού, μπορούσες να χαζεύεις με τις ώρες τη χαζοχαρούμενη φατσούλα του με τα μισόκλειστα ματάκια και το ηλίθιο αποκρυσταλωμένο χαμόγελο.
Ο Ντέμης κοκκίνιζε με το παραμικρό, σαν κορίτσι που κρυφακούει κακά λόγια. Ηταν υπερβολικά ευγενικός, τόσο που θα πίστευε κανείς πως μέσα του κυλάει, αντί για αίμα, ντοματόζουμο.

(Rodia)

---------------------
ΣΗΜ. Πιάσε τη τελευταία φράση και άρχισε το κομμάτι σου με μια λέξη της -προτιμότερο με την τελευταία, αν βολεύει.
---------------------

Ο ΚΥΡ ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ

Ντοματόζουμο είχαν γίνει οι ντομάτες που είχε αγοράσει ο φαλακρός κύριος από τη λαϊκή ( όχι της γειτονιάς του) στις δύο η ώρα το μεσημέρι. Ανέβαινε ασθμαίνοντας την ανηφόρα και τα πνευμόνια του κάναν τσαφ-τσουφ τσαφ-τσουφ απ'τη προσπάθεια να βάλουν και να βγάλουν αέρα , να δώσουν ώθηση στη γερασμένη του καρδιά και στα καλαμένια του πόδια.
Το ντοματόζουμο χυνόταν αργά και λικνιστικά από το πάτο του σκουριασμένου του, ιστορικής αξίας καροτσιού, σχηματίζοντας συμμετρικά ζιγκ-ζαγκ στην αχνιστή άσφαλτο, ίδιο θαρρείς έργο μοντέρνας primitive τεχνοτροπίας.
Σιγά μη πήγαινα στον αγιογδύτη τον μανάβη να του πληρώσω χρυσάφι την ολλανδική ντομάτα σκεφτόταν ο κυρ Τσιφούτης και κάνω και τη βόλτα μου τσάμπα συν τοις άλλοις.
Ανέβαινε ανήφορο, κατέβαινε κατήφορο ο κυρ Τσιφούτης. Η φαλάκρα του είχε γίνει και αυτή ντοματόζουμο απ'τη στενή επαφή τρίτου τύπου με τον ηλιακό μεσημεριανό δίσκο. Θυμήθηκε ότι αύριο πρωϊ-πρωϊ θα πήγαινε να κάνει ενημέρωση στο βιβλιάριο καταθέσεών του, για να δει πόσο είχε αυγατίσει το κεφάλαιο με τους τόκους και τα μάγουλά του έγιναν ίδια ντοματόζουμο απ'την ευχαρίστηση!

(imikrimarika)

---------------------
ΣΗΜ. Πιάσε τη τελευταία φράση και άρχισε το κομμάτι σου με μια λέξη της -προτιμότερο με την τελευταία, αν βολεύει.
---------------------

ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΝΤΟΥ

«Ευχαρίστηση είναι μια λέξη απαγορευμένη για έναν πρίγκιπα!» τσίριξε η μητέρα του Ντέμη καθώς κρατούσε με την άκρη του δείκτη και του αντίχειρα το μισοφαγωμένο πιτόγυρο που είχε συλλάβει το Ντέμη να τρώει. «Πόσες φορές θα σου πω ότι πρέπει να κρατάς ένα επίπεδο, ακόμα και αν δε σε βλέπει κανένας;»
Ο Ντέμης ήταν πλέον κατακόκκινος, η μητέρα του νόμιζε από τη ντροπή του, ο ίδιος όμως δεν είχε αισθανθεί ποτέ περισσότερη οργή. Ο πατέρας του μπήκε στο σπίτι την καταλληλότερη στιγμή, κρατώντας δύο τεράστιες σακούλες με μισολιωμένες ντομάτες. «Γυναίκα, βρήκα πάμφθηνες ντομάτες στη λαϊκή! Φέρε μια λεκάνη μόνο να τις βάλουμε μέσα, είναι λίγο σάπιες και λιώνουνε εύκολα!»
Ο Ντέμης κατάφερε με λίγη προσπάθεια να βγάλει τη συνηθισμένη, μελιστάλαχτη φωνή του. «Μην ανησυχείτε πατέρα, θα σας βοηθήσω εγώ!» είπε και έτρεξε προς το χωλ, ενώ η μητέρα του τον ακολούθησε συνεχίζοντας να κρατά με αποστροφή το πιτόγυρο ανάμεσα στα δύο της δάχτυλα.
Ο Ντέμης κοίταξε το βαρυφορτωμένο χόλ, με τις απομιμήσεις – αντίκες και τις βαμμένες χρυσές κορνίζες με τις φωτογραφίες του. Πήρε τις σακούλες από τα χέρια του πατέρα του και έβαλε μία δεξιά και μία αριστερά του. Βγάζοντας ένα δυνατό, γάργαρο γέλιο, άρχισε να πετάει τις ντομάτες από τη σακούλα, με το αριστερό χέρι στις φωτογραφίες του, με το δεξί χέρι στη μητέρα του. Τα δυο της δάχτυλα τεντώθηκαν από την έκπληξη και το πιτόγυρο έπεσε πάνω στο πολύχρωμο μωσαϊκό, αναπήδησε και καταπλάκωσε τελικά ένα μυρμήγκι.

(Άμμος)

---------------------
ΣΗΜ. Πιάσε τη τελευταία φράση και άρχισε το κομμάτι σου με μια λέξη της -προτιμότερο με την τελευταία, αν βολεύει.
---------------------

ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΠΡΙΓΚΗΠΕΣ

Μυρμήγκι τον αποκαλούσαν συχνά τον κυρ Τσιφούτη στη δουλειά, γνωρίζοντας πόσο μεθοδικά μάζευε χρήματα με κάθε πιθανή ευκαιρία και πόσο απέφευγε πάση θυσία να τα σπαταλήσει. Μόνο η γυναίκα του μπορούσε να του αποσπάσει κάποιο σοβαρό ποσό - συνήθως για να στολίσει το σπίτι με πορσελάνινους Κινέζους ψαράδες ή για να στείλει το παιδί στο εξωτερικό να κάνει γνωριμίες και να προκόψει. Φαίνεται όμως πως αυτός ο διπρόσωπος χαραμοφάης με το ντροπαλό χαμόγελο είχε εξελιχτεί σε έναν σωστό τζίτζικα. Παρίστανε τον ξενέρωτο μπούλη μπροστά στους γονείς του και τους λοιπούς συγγενείς, αλλά όταν πήγαινε ταξιδάκια έξω απλά φρόντιζε να ντυθεί σα φλώρος μπροστά από κάποιο αξιοθέατο και να βγάλει μια φωτογραφία που θα έστελνε στη μαμά. Μια φορά μάλιστα έβαλε έναν φίλο στη Γενεύη να τυπώσει και να τους στείλει φωτογραφία με το Ντέμη να ατενίζει ένα ηλιοβασίλεμα στις Άνδεις. "Βουνό το ένα, βουνό το άλλο, σιγά που θα καταλάβουν τη διαφορά" σκέφτηκε. Ευτυχώς κανείς τους δεν πρόσεξε το λάμα που διέσχιζε την κορυφογραμμή στο βάθος...

Τον υπόλοιπο χρόνο ο μικρός κοπροσκύλιαζε, παίζοντας ζάρια με τους ντόπιους ή δοκιμάζοντας τις εξωτικές χαρές που του πρόσφεραν τα κορίτσια τους και τα ναρκωτικά τους. "Πρίγκηπα" τον αποκαλούσαν στον υπόκοσμο του Καΐρου για να τον καλοπιάσουν, μπας και ξοδέψει εκεί τα όμορφα ευρώπουλα που με τόσο κόπο και αυταπάρνηση είχε συγκεντρώσει ο πατέρας του. Αυτή τη φορά όμως, ο κοκκινομάγουλος Ντέμης τα είχε σκατώσει για τα καλά και δυσκολευόταν πολύ να κρατήσει το ευγενικό προσωπείο του. Με την Ντολόρες έγγυο και τον νταβατζή της να απειλεί ότι θα έρθει να του πιεί το αίμα, ο Ντέμης έπρεπε να βρει τουλάχιστον εξήντα χιλιάρικα για να ξελασπώσει από τα συσσωρευμένα χρέη του. Τα μισά τουλάχιστον θα πήγαιναν στο ντήλερ και στην επιταγή για το καζίνο που κινδύνευε να μείνει ακάλυπτη. Είχε ήδη φάκελο στην Ιντερπόλ και ήξερε ότι δεν τον έπαιρνε να το σκάσει. Κι αυτοί οι μαλάκες οι γονείς του ασχολούνταν με σουβλάκια και σάπιες ντομάτες...

Αν κατάφερνε να πουλήσει τουλάχιστον τους πίνακες κάτι μπορεί να γινόταν. Θα μπορούσε να σκηνοθετήσει μια διάρρηξη - αυτό ήταν! Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε πόσο μάταιο ήταν το όνειρό του. Όλες αυτές οι μαλακίες από ψεύτικο όνυχα και επιχρυσωμένα βιομηχανικά αγγελάκια δεν έφταναν να καλύψουν ούτε τα έξοδα της κηδείας του. Τέρμα, την είχε πουτσίσει για τα καλά. Άρχισε να γελάει τρανταχτά, καθώς έπιανε στις χούφτες του τις μισολειωμένες ντομάτες και τις εκδφενδόνιζε με δύναμη πάνω στους σαστισμένους γονείς του και τη μίζερη σαβούρα με την οποία είχαν γεμίσει ασφυκτικά το ρετιρέ.

(Helix Nebulae)

---------------------
ΣΗΜ. Πιάσε τη τελευταία φράση και άρχισε το κομμάτι σου με μια λέξη της -προτιμότερο με την τελευταία, αν βολεύει.
---------------------

Ο ΦΙΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΦΑΙΝΕΤΑΙ

Το ρετιρέ! Αυτό έπρεπε να σκοτώσει το συντομότερο, και πώς δεν τό 'χε σκεφτεί ακόμα! Της απέναντι πολυκατοικίας είχε πουληθεί πριν δυο μήνες κι έπιασε εξι χιλιάδες ευρά το τετραγωνικό, Κολονάκι γαρ. Το δικό τους είχε φτάσει τα διακόσια πενήντα τετραγωνικά με όλες τις παράνομες προσθήκες -και τα μπαλκόνια είχε κλείσει ο τσιφούταρος ο πατέρας του για να μεγαλώσει τους κύριους χώρους. Οι παρανομίες διακρίνονταν πολύ καλά δια γυμνού οφθαλμού από τους περαστικούς, το γωνιακό ρετιρέ της οδού Γενναδίου, καρσί στον Ευαγγελισμό, είχε γίνει σαν τη παράγκα του Καραγκιόζη, μόνο που οι περιμετρικοί τοίχοι που διόγκωναν τη χωρητικότητά του ήταν από αλουμίνιο και όχι από τενεκέδες.

Το θέμα ήταν πώς να γινόταν να περιέλθει στην κυριότητά του, αυτό χρειαζόταν να εξετάσει και σύντομα μάλιστα. Ο πατέρας του είχε πει ότι θα του το έγραφε όταν παντρευόταν και συμμαζευόταν και έκανε οικογένεια. Αλλη οδός ήταν να το κληρονομήσει μετά το θάνατό του. Η μάνα του είχε την τεράστια περιουσία στο νησί και εκεί θ' αποτραβιόταν στα γεράματά της. Το είχε δηλώσει καθαρά, «μετά το θάνατό σου Λευτέρη μου, εγώ θα πάω στο νησί» είχε πει ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, τότε που γίνονται όλες οι σοβαρές συζητήσεις σε μια οικογένεια καθώς πρέπει και ανακοινώνονται όλες οι βαρύγδουπες αποφάσεις. Αρα, για να αποκτήσει το ρετιρέ ο Ντέμης, έπρεπε να μείνει ορφανός από πατέρα ή να παντρευτεί και ν' αποχτήσει γρήγορα παιδί.

Οχι πως κόλωνε να σκοτώσει το φάδερ, από μικρός τον είχε στο μάτι, αλλά με το φάκελο στην Ιντερπόλ, ένας φόνος δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Το μωρό όμως βρισκόταν ήδη στα σκαριά, η Ντολόρες ήταν φινετσάτη κοπέλα, η πουτανιά δεν είχε καταφέρει να τη μαράνει -ακόμα. Εμενε ο νταβατζής, ο Ντάγκλας με τ' όνομα, που δεν θα άφηνε εύκολα να του φύγει ένα χρυσωρυχείο από τα χέρια. Δε χρειάστηκε και πολλή σκέψη για να τρέξει να βρει το Μίμη, το συμμαθητή του στο Βαρβάκειο, που είχε καταφέρει να γίνει πρώτη μούρη στον υπόκοσμο κρατώντας συνάμα τα προσχήματα και την καλή κοινωνική του θέση. Αυτός θα τον ξελάσπωνε σίγουρα, όλο και κάτι θά 'ξερε περί Ντάγκλα, κάποια λαδιά του, ώστε να τον εκβιάσει να του παραχωρήσει τη Ντολόρες.

Πράγματι, ο Μίμαρος καθάρισε για πάρτη του, αλλά όχι στεγνά, το παζάρεψε γερά και ο Ντέμης αναγκάστηκε να του τάξει το 20% από τη πώληση του ρετιρέ. Ετσι είναι η ζωή, με τό 'να χέρι δίνεις και με τ' άλλο παίρνεις, ζυγισμένα πράματα. Η Ντολόρες λευτερώθηκε από τη μουντάδα του πεζοδρομίου, εκεί όπου "δούλευε" μέχρι να στρώσει -σ' ένα χαμόσπιτο στο Ζεφύρι, ήταν φρέσκια ακόμα στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχει πατήσει κολονακιώτης εκεί πέρα, τα νώτα του Ντέμη ήταν καθαρά κι έτσι δεν υπήρχε δυσκολία να βγάλει τη σχέση τους στο φως.

(Rodia)

---------------------
ΣΗΜ. Πιάσε τη τελευταία φράση και άρχισε το κομμάτι σου με μια λέξη της -προτιμότερο με την τελευταία, αν βολεύει.
---------------------

Σήραγγες, τούνελ, αποκαλύψεις

«Φως, θα δοθεί φως σε αυτήν την υπόθεση» έλεγε γονατισμένη η Αγγελική, καθώς κρατούσε από το χέρι τη χαροκαμένη μάνα που έκλαιγε. «Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο γιος σας υπήρξε θύμα δολοφονικής επίθεσης, λίγη βοήθεια ακόμα από το πιστό μας κοινό και αναλαμβάνει πλέον η αστυνομία.» Η κυρία Λούλα την κοίταξε ζαλισμένη και άρχισε ξανά να κλαίει. Η Αγγελική σηκώθηκε προσεκτικά και κοίταξε την κάμερα 3. «Τώρα όμως θα περάσουμε σε ένα σύντομο διάλειμμα για διαφημίσεις».
Καθώς η μακιγιέζ της περνούσε αλλεπάλληλες στρώσεις κονσίλερ, μεικάπ και πούδρας στα μάτια και γύρω από το στόμα, η Αγγελική σκεφτόταν διαδοχικά ότι: είχε έρθει ο καιρός για το τρίτο λίφτινγκ, τα μπότοξ δεν έκαναν τίποτα, κάτι της πήγαινε πολύ στραβά με την κυρία Λούλα, έπρεπε να πει στη Φιλιπιννέζα τους, την ωραία Ρεμέδιος, να μαγειρέψει παπουτσάκια για αύριο.
Στάθηκε μπροστά από την κάμερα και χαμογέλασε. «Επιστρέφουμε στο πρόγραμμά μας, αγαπημένοι φίλοι, με ένα τηλεφώνημα που οι συνεργάτες μου με πληροφορούν ότι θα δώσει συγκλονιστικές πληροφορίες. Μας ακούτε;»
- Ναι, κυρία Αγγελική, με ακούτε;
- Σας ακούμε πολύ καθαρά, πείτε μας.
- Κατ’ αρχήν συγχαρητήρια για την εκπομπή σας.
- Σας ευχαριστώ πολύ. Πείτε μας τι πληροφορίες έχετε;
- Λοιπόν αυτή η κυρία που κλαίει και σπαράζει στον καναπέ σας, το ξέρετε ότι εκπόρνευε την κόρη της και είχε κάνει το γιο της νταβατζή για να μη φεύγουν τα λεφτά από την οικογένεια; Την είχε στείλει σε κάτι ξαδέλφια της στην Ισπανία να τη μεγαλώσουν, μας τη φέρανε πίσω κοπέλα σωστή και τι την έκανε η μάνα μας; Πουτάνα!
Η κάμερα αλλοφρόνησε, μια έκανε κοντινό στο έκπληκτο πρόσωπο της Αγγελικής, μια έδινε μακρινά πλάνα από την κυρία Λούλα που είχε πρασινίσει και κουνούσε τα χέρια της δεξιά και αριστερά, αρνούμενη μάλλον την κατηγορία.
- Καταλαβαίνετε ότι η καταγγελία σας είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Αυτά που μας λέτε τα έχετε καταγγείλει στην αστυνομία;
- Τα να καταγγείλω κυρία Αγγελική, ότι είχα βγάλει την αδερφή μου στο κλαρί; Ο Ντάγκλας είμαι, ο γιος της κυρίας Λούλας! Τηλεφώνησα να σας πω ότι είμαι καλά και να μη με ψάχνει άλλο η καλτάκα η μάνα μας. Έγινε μια απόπειρα εναντίον μου κάποια στιγμή, πήρα τα μάτια μου και έφυγα για Κύπρο. Μια χαρά είμαι εδώ, ασχολούμαι με οφσόρ εταιρείες, πολύ καλή φάση. Και η αδερφή μου ζάχαρη περνάει, καλοπαντρεύτηκε με τον Ντέμη, έγινε Κολωνακιώτισσα σωστή. Ωχ, αυτό μάλλον δεν έπρεπε να το πω. Σκατά!

(Αμμος)

---------------------
ΣΗΜ. Πιάσε τη τελευταία φράση και άρχισε το κομμάτι σου με μια λέξη της -προτιμότερο με την τελευταία, αν βολεύει.
---------------------

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Ένα αστέρι χωρίς όνομα

Ένα ανώνυμο αστέρι, από αυτά που αχνοφέγγουν σε μια ξάστερη νύχτα και δεν μπορείς καλά-καλά να τα διακρίνεις, ούτε σκέφτηκε ποτέ κανείς να τους δώσει ένα μεγαλοπρεπές και εξωτικό όνομα όπως «Αντάρης», «Μπετελγκέιζ» ή «Σείριος». Ούτε καν να τα μνημονεύσει με ένα ταπεινό γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου και το επώνυμο ενός κάποιου αστερισμού – «άλφα του Κενταύρου» ή «δέλτα του Ορίωνα» ας πούμε. Μόνο κάποιος αστρονόμος μπήκε στον κόπο να το καταχωρήσει με έναν στεγνό και δυσκολομνημόνευτο κωδικό τύπου «RG-186Β» που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα αν δεν σκοπεύεις να αναλύσεις το φάσμα του ή να ελέγξεις την βαρυτική του αλληλεπίδραση με μία υποθετική μαύρη τρύπα. Ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε να είναι ένα εντελώς ανώνυμο αστέρι, αχαρτογράφητο από τους γήινους αστρονόμους, αόρατο από τα τηλεσκόπια, κρυμμένο σε κάποιο σκοτεινό νεφέλωμα ή χαμένο σε έναν μακρινό γαλαξία, σε απόσταση δισεκατομμυρίων ετών φωτός από εμάς.

Ωστόσο, ένα οποιοδήποτε αστέρι παραμένει μία γιγάντια πύρινη σφαίρα που παράγει αμέτρητες θερμοπυρηνικές συντήξεις το δευτερόλεπτο, ένα τέρας που εκπέμπει κάθε λογής ακτινοβολία σε αχανείς εκτάσεις, ένας ήλιος με διαστάσεις που συχνά είναι πολλαπλάσιες του δικού μας ήλιου και με μάζα ικανή να αιχμαλωτίσει ολόκληρους πλανήτες να περιστρέφονται σε τροχιά γύρω του. Πλανήτες που - αν όχι στο δικό μας ανώνυμο αστέρι ίσως σε κάποιο άλλο - θα μπορούσαν να φιλοξενούν ζωή, ακόμα και όντα με νοημοσύνη που στην διάρκεια της ιστορίας τους έδωσαν το δικό τους όνομα στον λαμπρό ήλιο που φωτίζει τις μέρες τους, τον λάτρεψαν σαν θεό και θυσίασαν παρθένες προς τιμήν του.

Για μας βέβαια εξακολουθεί να παραμένει ένα μικρό και άγνωστο αστέρι, που θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε χωρίς ποτέ να μάθουμε την ύπαρξη του. Κι αν καταφέρουμε ένα καλοκαιριάτικο βράδυ να προσπεράσουμε με το μάτι μας την ασήμαντη λάμψη του καθώς κατουράμε αμέριμνοι στην εξοχή και χαζεύουμε διάττοντες, αυτό το αστέρι θα έχει πια πεθάνει και στη Γη θα φτάνει με καθυστέρηση το φως που εξέπεμπε πριν από εκατομμύρια χρόνια, πραγματικό όσο η σκιά ενός φαντάσματος.

Δεν είναι εύκολο να νιώσεις για σύμμαχο κάτι που δεν βλέπεις και δεν έχει όνομα, από την άλλη μεριά ο άνθρωπος εφηύρε τον Θεό, που έχει τις ίδιες ακριβώς ιδιότητες, και που το μικρό μας ανώνυμο αστεράκι είναι κι αυτό υποτίθεται ένα δημιούργημα του. Άρα μας συνδέει κάτι τελικά. Προερχόμαστε όλοι από την ίδια μεγάλη έκρηξη λένε οι επιστήμονες, ή από όποιον άλλο τρόπο γεννήθηκε κάποτε το σύμπαν, αποτελούμαστε από τα ίδια πρωταρχικά υλικά, έχουμε μια παρόμοια πορεία στον χρόνο, που ακόμα κι αυτός δεν είναι κάτι που κυλάει σταθερά και πάντοτε προς τα μπρος. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα ενός παντοδύναμου και υπέρτατου όντος, μίας ανυπέρβλητης υπερκόσμιας δύναμης ή απλά της φύσης, τα παράξενα όντα που κατοικούσαν κάποτε σε κάποιον πλανήτη που περιστρέφεται γύρω από ένα αστέρι χωρίς όνομα κι εμείς, είμαστε αδέλφια.


Αυτό είναι ένα παλιό κείμενο, από τα πρώτα που δημοσίευσα όταν ξεκίνησα το blogging. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς ιστορία, πιο πολύ μου μοιάζει με μια σκέψη που μπορεί να γεννήσει ιστορίες. Κάποια στιγμή σκοπεύω να ανεβάσω κι ένα κείμενο ειδικά γραμμένο γι' αυτό εδώ το blog.