Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007

Η βαλίτσα

Άνοιξε τα δάχτυλά του και άφησε τη βαλίτσα να πέσει δίπλα του στο χώμα. Μια δυο ταλαντώσεις και ισορρόπησε ευθυτενής. Πάντα υπερηφανευόταν για τη σταθερότητά της, όπως και για την αντοχή της άλλωστε. Ποτέ δεν τον είχε προδώσει. Τόσες διαδρομές, τόσοι προορισμοί κι εκείνη πάντα αγέρωχη και υπομονετική. Αληθινή σύντροφος, δεν παραπονέθηκε ούτε μια φορά. Μάλιστα καμάρωνε για τα σημάδια της. Σε κάθε σταθμό κι άλλο ένα ενθύμιο ερχόταν να προστεθεί στο ήδη κουρασμένο δέρμα της. Ούτε που θυμόταν πια το αρχικό της χρώμα. Τι σημασία είχε; Έτσι πολύχρωμη ήταν πιο όμορφη από ποτέ.
Τον κοίταξε να απομακρύνεται από κοντά της και να κάθεται με αργές κινήσεις σε μια καρέκλα δίπλα στην έξοδο του σταθμού. Έδειχνε πολύ κουρασμένος. Τι να σκέφτεται άραγε, αναρωτήθηκε. Ίσως να ετοιμάζει το επόμενο ταξίδι. Τι καλά θα ήταν να έφευγαν πάλι αμέσως. Όπως παλιά, που η αναμονή ανάμεσα στα ταξίδια ήταν τόσο μικρή ώστε δεν θυμόταν καν τα μέρη που είχαν κάνει στάσεις. Της άρεσε αυτό. Βαριόταν τις στάσεις. Ο προορισμός της άλλωστε ήταν να ταξιδεύει. Όμως όχι. Πολύ φοβόταν ότι δεν ήταν ταξίδι αυτό που είχε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Έτσι όπως καθόταν με το σώμα γυρτό και τα χέρια πεσμένα ανάμεσα στα γόνατά του έδειχνε εξαντλημένος, σχεδόν... όχι, όχι... κι όμως... σχεδόν παραιτημένος.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε σε αυτή την κατάσταση. Τα τελευταία τους ταξίδια γίνονταν όλο και πιο αραιά, με ολοένα μεγαλύτερη δυσκολία, και διαρκούσαν πολύ λίγο. Ήταν η πρώτη φορά ωστόσο που φοβήθηκε πραγματικά. Που φοβήθηκε ότι ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο τους ταξίδι.
Είναι δυνατόν; Είναι πράγματι δυνατόν να ήρθε το τέλος; Και τι σημαίνει τέλος δηλαδή; Σίγουρα θα την πετούσε στα σκουπίδια και θα κατέληγε να αργολιώνει σε καμιά χωματερή ανάμεσα σε τόνους βρωμερών και τρισάθλιων απορριμάτων, ποντικιών και σκουληκιών, που θα ροκάνιζαν αργά και βασανιστικά το σώμα της ωσότου δεν θα έμενε τίποτε άλλο από έναν αποκρουστικό μεταλλικό σκελετό με ξεφτισμένες κλωστές και δέρματα να κρέμονται ολόγυρά του. Ή ίσως να την έκαιγε. Τι θα έμενε τότε; Μερικά σκουριασμένα καρφιά και μαύρη στάχτη. Φαντάστηκε τα αυτοκόλλητά της να συρρικνώνονται και να εξανεμίζονται με το χάδι της φλόγας και αναρρίγησε. Ή ίσως, ίσως, ακόμα χειρότερα... όχι, ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε αυτό... αποκλείεται... αποκλείεται να την έκλεινε στο πατάρι. Την αγαπούσε πολύ, αποκλείεται να την βασάνιζε έτσι. Αχ έπρεπε να βρει έναν τρόπο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει έναν τρόπο να μάθει τι σκέφτεται.

(Ας το συνεχίσει όποιος εμπνευστεί)

4 σχόλια:

eikelos είπε...

Είχε φοβηθεί με όλες αυτές τις σκέψεις όμως δεν έφτασε στο σημείο να πανικοβληθεί. Θυμόταν, κάποτε, την είχε κυριεύσει ο πανικός και είχε ανοίξει διάπλατα βγάζοντας από μέσα της όλα όσα κουβαλούσε. Οι περαστικοί κοιτούσαν με περιέργεια και απορία όλα εκείνα τα ασυνάρτητα (έτσι θυμάται να τα είχαν χαρακτηρίσει) συμπράγκαλα που έκρυβε μέσα της. Σκεφτόταν μήπως και να δοκίμαζε πάλι να προσφέρει τα εσώψυχα της στους περαστικούς, ποιος ξέρει, ίσως και να κατόρθωνε να αποσπάσει καμιά πληροφορία για τις σκέψεις του ανθρώπου της. Θυμόταν πως τότε, από όλους μονάχα δυο είχαν κοντοσταθεί και την είχαν κοιτάξει, αυτή και τα εσώψυχα της. Την είχαν κοιτάξει με μια κάποια κατανόηση που την είχε κάνει να απορήσει, να νιώσει αμήχανα. Τελικά η ματιά τους είχε καταφέρει όχι μόνο να την κάνει να ξεχάσει τον πανικό της αλλά και να αρχίσει να δείχνει ένα ενδιαφέρον για τους τριγύρω.

Τους θυμόταν ακόμα αυτούς τους δυο, ήταν ζευγάρι, εκείνος ψηλός μελαχροινός με μακρυά μαλλιά, εκείνη ξανθιά με μάτια νεράιδας. Είχε νιώσει πως είχαν καταλάβει τι είναι αυτό που βλέπουν, πως είχαν εισχωρήσει σε όλα εκείνα που έκρυβε μέσα της και τα είχαν σεβαστεί σαν να ήταν δικά τους. Είχε νιώσει πως τους ήταν οικείο αυτό που έβλεπαν, πως υπάρχει λόγος, αιτία που το κάνει να μοιάζει ασυνάρτητο “Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται” θυμήθηκε πως τους είχε ακούσει να λένε στους τριγύρω περαστικούς, οι οποίοι απορούσαν με το ενδιαφέρον του ζευγαριού για όσα κείτονταν εμπρός του. Θυμόταν πως το ζευγάρι είχε σκύψει από πάνω της και είχε τακτοποιήσει όλα της τα συμπράγκαλα όπως ακριβώς υπήρξαν πριν τον πανικό της. Μονάχα ένα αντικείμενο είχαν αφήσει εκείνος ο ψηλός μελαχροινός με την ξανθιά νεράιδα έξω από το πολύχρωμο δέρμα της, να εξέχει σαν σινιάλο στον άνθρωπο της για αυτό που της είχε συμβεί. Ο Άνθρωπος της, εκείνος, δεν είχε μάθει ποτέ για τον πανικό της τότε. Εκείνος, θυμόταν πως το είχε κοιτάξει με περιέργεια και απορία, αναρωτιόταν πώς βρέθηκε στην βαλίτσα του κάτι τέτοιο. Είχε μείνει να το κοιτάζει με τις ώρες μέχρι που αποφάσισε να του φυσήξει λίγη από την ανάσα του.
Η φλογέρα είχε αρχίσει να μοιράζει τις μελωδίες της και εκείνος, ο άνθρωπος της, είχε ξαναθυμηθεί πώς ήταν να μπορείς και πάλι να παίζεις.

xiozil: είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
xiozil: είπε...

(συνεχίζω από την αρχική ανάρτηση)

Αλλά πώς να μπει μέσα στο μυαλό του;
Εντάξει, την αγαπούσε… Και την άλλη, εκείνη πριν απ' αυτήν, αυτήν με καρό σχέδια που είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν, κι εκείνη την αγαπούσε. Δεν μπόρεσε να την πετάξει. Την έστειλε με τα παλιωμένα ρούχα στις κυρίες της ενορίας. Κι ούτε νοιάστηκε ποτέ να μάθει για την τύχη της. Η ίδια δεν φοβόταν γι' αυτό. Είχε προσέξει την κυρία με το ξανθό φορμαρισμένο μαλλί κομμωτηρίου που πέρασε δυο μέρες πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Πήρε τα παλιά ρούχα, σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα απορριμμάτων. Και καλό ήταν τώρα αυτό;
Αισθανόταν κιόλας την υγρασία του παταριού να την περονιάζει και τα σημάδια της μούχλας πάνω στο κουρασμένο της δέρμα. Έβλεπε τη σκουριά μέρα με τη μέρα ν' απλώνεται, ανίκανη ν' αντιδράσει. Το παλιό λαμπατέρ να γέρνει συμπονετικά το καπέλο του κι ο σάκος με τη σκηνή και τους πασσάλους να την παρηγορεί με διηγήσεις από τις άλλοτε ένδοξες δικές του περιπέτειες. Όχι, εκείνη δεν θα ζούσε ποτέ τέτοιον εφιάλτη.

Στράφηκε ξανά προς το μέρος του. Το πήρε ο ύπνος ή ταξίδευε με τα μάτια κλειστά; Τον τελευταίο καιρό δεν την πρόσεχε όπως παλιά. Θυμήθηκε τα πρώτα τους ταξίδια, που την είχε πάντα κοντά του, που την κρατούσε απ' το χέρι στους σταθμούς της εξοντωτικής αναμονής, που δεν την έχανε απ' τα μάτια του, που την πρόσεχε να μην πληγωθεί… Πόσο καιρό είχε να συμβεί αυτό; Δυσκολευόταν να θυμηθεί. Να 'ξερε τουλάχιστον τι συμβαίνει…

Ένας βαθύς αναστεναγμός την τράνταξε σύγκορμη. Ένα χέρι την ακούμπησε απαλά κι ένα τρυφερό χάδι την έκανε ν' ανατριχιάσει από ευχαρίστηση. Πόσον καιρό είχε να νοιώσει έτσι… Όλες του οι κινήσεις του πρόδιδαν ριζικές αλλαγές. Έμοιαζε σα να επέστρεψαν οι παλιές καλές μέρες. Οι φόβοι και οι ανησυχίες εξαφανίστηκαν μεμιάς δίνοντας τη θέση τους σε νέα όνειρα, χρωματιστά τοπία, καινούργια αυτοκόλλητα, ταξίδια για εξωτικούς προορισμούς σε θέσεις με μαλακή βελούδινη επένδυση.

Η θέση στο πίσω κάθισμα της παλιάς μπορντώ Citroen ήταν αναπαυτική και άνετη. Ένα απότομο φρενάρισμα την έκανε σχεδόν να χάσει την ισορροπία της. Εκτός όμως από αυτό το ατυχές συμβάν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν από τα καλύτερα ταξίδια της. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ένοιωσε και πάλι το χέρι του στο δέρμα της. Στράφηκε προς το μέρος του πλημμυρισμένη από ευχαρίστηση…

Όχι!!! Αυτός δεν ήταν ο δικός της άνθρωπος… Το άγγιγμά του γινόταν όλο και πιο πιεστικό. Με το δεξί του χέρι έβγαλε έναν σουγιά απ' το ντουλαπάκι και πριν εκείνη προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, το δέρμα της είχε γίνει κομμάτια αφήνοντας τα σωθικά της να ξεχυθούν στο αναπαυτικό κάθισμα.

requiem είπε...

- Που είναι τα λεφτά ρε πούστη; Μόνο κιλότες έχει εδώ μέσα.
Αφήνει την κατασκισμένη βαλίτσα και πάει στη θέση του οδηγού:
“Φέτες θα τον κάνω” είπε, ενώ έτρεμε από τα νεύρα του. Μετά από 20' έφτασε σπίτι του ιδιοκτήτη της βαλίτσας.
Το σπίτι έμοιαζε κλειστό για μέρες, με τις γλάστρες απότιστες και τα παντζούρια κλειδωμένα. “Άνοιξε, ρε!”, τσίριζε ενώ έτρεχε προς την πόρτα.
Με το τεράστιο λοστάρι του την έκανε κομμάτια και άρχισε να ψάχνει τα δωμάτια.
Έκπληκτος, αντί να βρεί αυτόν που έψαχνε βρήκε ένα κοριτσάκι όχι πάνω από 8 ετών στη κρεβατοκάμαρα του.
- Ποιά είσαι εσύ; Η γκόμενά του;
- Μπαμπά!!!! Που είναι ο μπαμπάς μου!!!!
- Έχεις κινητό;
Το κοριτσάκι κλαίγοντας του το δίνει...
- Πουτανάκι... Θες και κινητό, ε;;;;; Μήπως έχεις και γκόμενο;;; Μή κλαις!!!!
Και της δίνει μια γερή κλωτσιά στη μύτη για να το βουλώσει.

- Έλα, το ήξερα ότι θα απαντούσες σε αυτό το κινητό. Θα σου στείλω μπάσταρδο μόνο αν πληρωθώ. Κατάλαβες;;;;;

---------------------------

Σε λίγες ώρες η λύτρωση έφτασε για το κοριτσάκι... Ο πατέρας έβαλε τα λεφτά στο λογαριασμό.
“Πώς να του την επιστρέψω” αναρωτήθηκε.
“Το Βρήκα! Στη βαλίτσα, δε θα με υποψιαστεί κανείς!”
Άρχισε λοιπόν να ράβει την βαλίτσα....
Μόλις τελείωσε έπρεπε να τοποθετήσει μέσα το παιδί.
“Μα αυτό δε χωράει” είπε, ενώ το κοριτσάκι ήταν ακόμα αναίσθητο από τη κλωτσιά.
“Τι σκατά να κάνω;”
Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα: “Άμα την διπλώσω;;”
Για να τα καταφέρει να την διπλώσει τελείως όμως, έπρεπε να της σπάσει τη λεκάνη... Τη πιάνει λοιπόν από τα πλάγια και βάζει όλη του τη δύναμη.
Το κοριτσάκι ξύπνησε από τους φρικτούς πόνους αλλά ήταν αργά... Είχε ήδη διπλωθεί τελείως και την έβαλε μέσα στη βαλίτσα.
“Ενδιαφέρον” είπε η βαλίτσα.
“Ο προηγούμενος μόνο ρούχα έβαζε”

---------------------------


Για τη φάση και μόνο, να σας πώ ότι το κοριτσάκι έζησε και είναι τώρα γύρω στα 20-21. Τη γνώρισα προχθές στο Galea και την πήδηξα μάλιστα.
Η αλήθεια είναι ότι κούτσαινε λίγο, αλλά δε ξέρω τι είναι πιο χάλια: η μούρη της ή το περπάτημα της.
Ελπίζω μόνο η ιστορία που μου είπε να είναι αληθινή και να μη με παραμύθιαζε για να τη λυπηθώ.