Ντοματόζουμο είχαν γίνει οι ντομάτες που είχε αγοράσει ο φαλακρός κύριος από τη λαϊκή ( όχι της γειτονιάς του) στις δύο η ώρα το μεσημέρι. Ανέβαινε ασθμαίνοντας την ανηφόρα και τα πνευμόνια του κάναν τσαφ-τσουφ τσαφ-τσουφ απ'τη προσπάθεια να βάλουν και να βγάλουν αέρα , να δώσουν ώθηση στη γερασμένη του καρδιά και στα καλαμένια του πόδια.
Το ντοματόζουμο χυνόταν αργά και λικνιστικά από το πάτο του σκουριασμένου του , ιστορικής αξίας καροτσιού, σχηματίζοντας συμμετρικά ζιγκ-ζαγκ στην αχνιστή άσφαλτο, ίδιο θαρρείς έργο μοντέρνας primitive τεχνοτροπίας .
Σιγά μη πήγαινα στον αγιογδύτη τον μανάβη να του πληρώσω χρυσάφι την ολλανδική ντομάτα σκεφτόταν ο κυρ Τσιφούτης και κάνω και τη βόλτα μου τσάμπα συν τοις άλλοις.
Ανέβαινε ανήφορο, κατέβαινε κατήφορο ο κυρ Τσιφούτης . Η φαλάκρα του είχε γίνει και αυτή ντοματόζουμο απ'τη στενή επαφή τρίτου τύπου με τον ηλιακό μεσημεριανό δίσκο. Θυμήθηκε ότι αύριο πρωϊ-πρωϊ θα πήγαινε να κάνει ενημέρωση στο βιβλιάριο καταθέσεών του, για να δει πόσο είχε αυγατίσει το κεφάλαιο με τους τόκους και τα μάγουλά του έγιναν ίδια ντοματόζουμο απ'την ευχαρίστηση!
Δευτέρα 14 Μαΐου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Με την άδειά σου, μικρημαρικα μας, θα μεταφέρω το πόνημα στη συνέχεια του Ντέμη Μας, ε;
Ok.Μη ρωτάς κάθε φορά , κάνε ό,τι νομίζεις!!!Αυτό ισχύει για όλα τα κείμενα από εδώ και στο εξής...μέχρι το άπειρο...
Δημοσίευση σχολίου