Όσο κυλούσαν οι αιώνες, τον κούραζε όλο και περισσότερο να παριστάνει ηλικίες που δεν είχε. Τρόμαξε να περάσει ο εικοστός αιώνας και η μανία του με τη νεότητα δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Οι πλαστικές επεμβάσεις και οι αποτελεσματικές κρέμες τον είχαν κουράσει αλλά, μπροστά στην εικόνα φρεσκάδας που έδειχνε, άξιζε κάθε ταλαιπωρία: μπορούσε να μικραίνει σχεδόν μια εικοσαετία τη μέρα, χωρίς κανείς από τη μικρή κοινότητα να παραξενεύεται με τη λάμψη των νιάτων του. Αλλωστε, ποιος δίνει σημασία στην εποχή μας στην κάθε μάσκα που κυκλοφορεί ελεύθερη; Απέκρυπτε από τους φίλους του με προσοχή κάθε πληροφορία για τις πανάκριβες μάσκες και τις κρέμες νυκτός που χρησιμοποιούσε με ευλάβεια, υποκρινόταν ραντεβού με σαμάνους και άλλους μεταφυσικούς χειρουργούς του πνεύματος, διατυμπάνιζε πόσο καλά γονίδια κληρονόμησε από τον προπάππο του (δείχνοντας τη φωτογραφία του ιππότη Ντ' Αρτανιάν του νεώτερου, που είχε σκοτωθεί στους Βαλκανικούς πολέμους) και με αυτά και με εκείνα κατόρθωνε να φτάσει ανενόχλητος στη φαινομενική ηλικία των σαράντα. Από εκεί και μετά όμως έπρεπε να μπει σιγά σιγά στη γνωστή ταλαιπωρία, ώστε να τολμήσει να παρουσιαστεί σε ένα πάρτυ με μωρά.
Καθώς έριχνε υδροχλωρικό οξύ μέσα στο κύπελλο με τον ασβέστη, ανακινούσε με το άλλο χέρι το φιαλίδιο με τα δάκρυα της τσιγγάνας. Έπρεπε να βιαστεί, ήταν Σάββατο βράδυ και μπορεί να συναντούσε πολλή κίνηση στη Βουλιαγμένης. Προσέθεσε στο μείγμα τα δάκρυα, μαζί με δυο σταγόνες υδράργυρο και άρχισε να ψιθυρίζει μια προσευχή στον Νάρκισσο. Από μακριά ακούστηκε ένα χαριτωμένο νιαούρισμα, σημάδι ότι η προσευχή εισακούστηκε. Πήρε ένα πλατύ πινέλο και άρχισε να απλώνει το μίγμα στο πρόσωπό και στο πάνω μέρος από τις παλάμες του.
Ήταν καλό να αργήσει λιγουλάκι, οι νεαροί συνηθίζουν να πηγαίνουν σε κλαμπ πολύ αργά και να μένουν ως τα χαράματα. Εντάξει, ας μη παραπονιέται κιόλας, τους προηγούμενους αιώνες τα πράγματα ήταν δυσκολότερα, επειδή δεν υπήρχαν τόσο πλατιά πινέλα και μέναν κάτι κενά ανάμεσα στις πινελιές που, αν δεν ήταν τόσο σκοτεινά, μερικές ζαρωματιές θα πρόδιδαν μεγαλύτερη ηλικία, με κίνδυνο να μείνει στη πάντα μαζί με τα υπερήλικα γερόντια. Η κρέμα ευτυχώς είχε αρχίσει ήδη να επιδρά, αισθανόταν το δέρμα του στο στόμα του να τεντώνει σιγά σιγά και τα βλέφαρά του να τσιτώνονται και να ορθώνονται οι βλεφαρίδες. Για να φαίνεται είκοσι όμως, όφειλε να περιμένει άλλα δεκαπέντε λεπτά.
Εριξε μια ματιά στο αεικίνητό του, κόντευε δέκα και μισή. Καλύτερα να φορούσε από τώρα την ειδική φόρμα σύσφιξης για να γλιτώσει χρόνο, έπρεπε μόνο να προσέξει μη στάξει επάνω έστω και λίγη από την κρέμα, το πλαστικό θα διαλυόταν κατευθείαν. Τα τελευταία χρόνια δεν τολμούσε να κοιτάζεται στον καθρέφτη, το σώμα του πριν μπει στη φόρμα δεν βλεπόταν με τίποτα, οι γλουτοί και το στέρνο του ήταν για τα πανηγύρια. Ξέπλυνε την κρέμα από το πρόσωπό του και πέρασε κάποιες τούφες των μαλλιών του με μια κρέμα που έδινε χρυσαφιές ανταύγιες που ήταν της μόδας. Ήταν σχεδόν έτοιμος, έμενε μόνο να ντυθεί.
Αυτό ήταν το εύκολο σημείο, είχε δύο ντουλάπες με ρούχα, μία με νεανικά για τις ώρες που κυκλοφορούσε ως νεαρός μεταξύ αγνώστων στα νυχτερινά στέκια και μια με πιο σοβαρά, για την κοινωνική του ζωή. Φόρεσε ένα κατάμαυρο σύνολο, μαζί με μια σκουρογάλαζη φωσφωρίζουσα ζώνη. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Μαλακία», σκέφτηκε, «έβαλα πολλή κρέμα στους κροτάφους και το δέρμα παραείναι τσίτα!». Τράβηξε δύο χρυσαφιές τούφες από τα μαλλιά του, για να τους κρύψει όσο μπορούσε.
Μέσα στο ταξί σκεφτόταν ότι αυτή η ιστορία με το ίντερνετ του είχε δώσει την ευκαιρία να βγάζει στην περσόνα του όση σοφία και σοβαρότητα ήθελε, και στην ουσία να εμφανίζεται με μια πολύ πιο πραγματική εικόνα στους άλλους. Μάλλον στην επόμενη κοινωνική ζωή του θα συστηνόταν στην ψηφιακή του κοινότητα ως πολύξερος γέροντας. Είχε βαρεθεί πια όλο αυτό το μασκάρεμα για να γνωριστεί από κοντά με τα πρόσωπα πίσω από την περσόνα.
Το κλαμπ ήταν στον πρώτο όροφο ενός εμπορικού κέντρου. Φτάνοντας μπροστά στη σκάλα τάχυνε το βήμα, προσέχοντας να βρίσκεται μακριά από την κουπαστή και πήρε μια ανέμελη έκφραση. «Μπα μωρέ, ας τις ανέβω κανονικά, ποιος με βλέπει;» σκέφτηκε και στηρίχτηκε στον τοίχο. Ο πορτιέρης τον ρώτησε «Για το πάρτι;» και αυτός ένευσε καταφατικά.
Είχε ήδη αρκετό κόσμο και, με το που τον κατάλαβαν, όλοι έτρεξαν να τον χαιρετήσουν. Ήταν το ίνδαλμά τους! Πολύ κολακευτική μια τέτοια συμπάθεια από την κοινότητα (ίσως σε αυτό να βοηθούσε και η εξωτερική εμφάνιση του προοδευτικού πνευματικού ανθρώπου που είχε στην κοινωνική του ζωή). Μια χαμογελαστή κοκκινομάλλα, με έξωμο φουστάνι, ένα πανάκι δηλαδή αντί για ρούχο, πλησίασε προς το μέρος του. «Ο κύριος Αμμος;» «Ναι» «Χαίρω πολύ, είμαι η Ροδιά...» Ωραία παλαβή ήταν αυτή, της άρεσαν τα κείμενά του. Προς στιγμή, νόμισε ότι δεν τον θυμόταν και της είπε: «Έχουμε παρεξηγηθεί παλιότερα σε ένα μπλογκοπαιχνίδι, θα πρέπει να με θυμάστε.» «Τι λες παιδί μου, φυσικά και σε θυμάμαι», είπε, τον φίλησε σταυρωτά, και «να θυμηθώ να σου στείλω πρόσκληση για το μπλογκ μου με τις ιστορίες» συμπλήρωσε κι έτρεξε να χαιρετήσει κι άλλους.
Τελικά κάθισε στο διπλανό χώρο, με τη χαμηλή μουσική, τον ενοχλούσε ο θόρυβος. Είχε όμως το γούστο του κι αυτό, γνωρίστηκε με αρκετούς μπλόγκερ και τα είπαν καλά, γύρω στις πέντε όμως άρχισε να αισθάνεται παράξενα, το δέρμα του να μυρμηγκιάζει και σιγά σιγά να ξαναζαρώνει. Κοίταξε τα χέρια του: οι μαύρες κηλίδες είχαν αρχίσει να ξαναεμφανίζονται μαζί με τις σπασμένες φλεβίτσες. Είχε πάντα μαζί του ένα ζευγάρι γάντια για αυτές τις περιπτώσεις, έπρεπε όμως να ξεκινήσει άμεσα. Το ημίφως θα τον βοηθούσε να κυκλοφορήσει για λίγο με εμφάνιση σαραντάχρονου, δήθεν ότι τον κολακεύει, το κανονικό του πρόσωπο όμως δεν ήταν δυνατό να εμφανιστεί εδώ. Θα τρόμαζαν οι πάντες! Προφασίστηκε μια ξαφνική αδιαθεσία και σύρθηκε προς τις σκάλες.
Στο ταξί ο εικοσάρης οδηγός τον κάρφωσε μέσα από τον καθρέφτη και του έκλεισε ελαφρά το μάτι. «Παράξενα ντύθηκες, μπάρμπα, που ήσουν;» «Σε ένα πάρτι μασκέ, εδώ στη Γλυφάδα» «Δεν ντρέπεσαι στην ηλικία σου, γέρος άνθρωπος;» συμπλήρωσε, αλλά απομέσα του, μη και δυσαρεστήσει τον πελάτη. Συννέφιασε, όταν κατάλαβε στο ύφος του νεαρού να κρύβεται η αποδοκιμασία. Καλά το λέει η παροιμία για της νύχτας τα καμώματα...
[Σκέφτηκα να ξεκινήσω την διαστρέβλωσή μου εδώ με ένα... ηχηρό χαστούκι προς τον Άμμος! Η οικοδέσποινα. Καλώς αρχίσαμε! -αν είμαι η πρώτη, ε]
_____________________________
ΣΗΜ. αυτή δεν είναι μια παραποίηση όπως θα την ήθελα ακριβώς. Αρχή είναι όμως, ας είμαι προσεχτική, για τούτο δεν μπήκα στο κείμενο του Αμμος και το διαστρέβλωσα ξαναγράφοντάς το με τον τρόπο μου.
2 σχόλια:
Ροδιά θα σε μαλώσω, περίμενα μια απλή ασέλγεια τουλάχιστον στο κείμενό μου! :-) Σαν σοφή Ροδιά της μπλογκόσφαιρας όμως, έκανες το σωστό, ένα ήρεμο αναποδογύρισμα του δικού μου μύθου, προς την κατεύθυνση του κανονικού μύθου, για να δείξεις τις δυνατότητες ενός κειμένου ανοιχτού. Δηλώνω κολακευμένος που ξεκινάμε με εμένα, και εύχομαι ένα όμορφο σαββατοκύριακο. [Επειδή φεύγω για εκδρομή δεν πρόλαβα να δω το νέο δικό σου, όπως και του συντρ΄φου Λουκανικοφάγου, δεσμεύομαι όμως για αύριο. Σμουτς!]
Πράγματι, απαλή διαστράβλωσις.
Θα περίμενα ο ταξιτζής να την πέσει άγρια στον άμμο τουλάχιστον... :-DD
Δημοσίευση σχολίου